αποτυφλώνω

αποτυφλώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό: Με την εγχείρηση που του έκαναν αποτυφλώθηκε.
2. αποβλακώνω: Αποτυφλωμένος από το μίσος δεν έβλεπε ούτε το προσωπικό του ούτε των δικών του το συμφέρον. Ουσ. αποτύφλωση, η τέλεια τύφλωση, αποβλάκωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποτυφλώνω — (AM ἀποτυφλῶ, όω, Μ κ. τυφλώνω) 1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω 2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά 3. ( ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι αρχ. 1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) …   Dictionary of Greek

  • αποστραβώνω — 1. (για πράγματα) καθιστώ κάτι πιο στραβό από ό,τι ήταν πριν 2. (για ανθρώπους) καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, αποτυφλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”